- ἐθέλουσι
- ἐθέλωto be willingpres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)ἐθέλωto be willingpres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
'θέλουσι — ἐθέλουσι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐθέλουσι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθέλουσ' — ἐθέλουσα , ἐθέλω to be willing pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἐθέλουσι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐθέλουσι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALYBA — Graece καλύβη, in poemate de Copa incerti auctoris. Sunt topia et calybae, cyathi, rosa, tibia, chordae, Et trichila, umbrosis frigida arundinibus: Non est sonus vel crepitus aereorum vasorum, baculô ferreô pulsatorum, quem vulgo in Gallia… … Hofmann J. Lexicon universale
θέλω — (AM θέλω και ἐθέλω) 1. έχω την επιθυμία ή την ανάγκη ή την πρόθεση να κάνω κάτι ή να πω κάτι, επιθυμώ (α. «θέλω να φάω» β. «εἰ σύ γε σῷ θυμῷ ἐθέλεις», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ πολύ, επιζητώ (α. «θέλει να προκόψει» β. «πάντ ἐθέλω δόμεναι», Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek
συγκατοικίζω — αττ. τ. ξυγκατοικίζω Α [κατοικίζω] 1. φέρνω κατοίκους σε έρημη χώρα και ιδρύω αποικία 2. βοηθώ κάποιον να κατοικήσει σε έναν τόπο («ἐκ Μεγάρων τῆς μητροπόλεως οὔσης αὐτοῑς ἐπελθὼν ξυγκατῴκισεν», Θουκ.) 3. (κυριολ. και μτφ.) βάζω να κατοικήσουν… … Dictionary of Greek
σύμβαση — (Νομ.). Η σύμπτωση των δηλώσεων της θέλησης δύο ή περισσότερων προσώπων, με το σκοπό να προσκομιστούν απ’ αυτήν έννομα αποτελέσματα. Ως παράσταση εμφανίζεται με την πρόταση από το ένα μέρος και την αποδοχή από το άλλο. Η σ. για να υπάρξει,… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия